ορικός

ορικός
(I)
-ή, -ό (Α ὁρικός, -ή, -όν) [όρος (Ι)]
νεοελλ.
φρ. α) «ορική γωνία»
φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την επιφάνεια αυτή
β) «ορικό στρώμα»
(ηλεκτρολ.) βλ. οριακός («οριακό στρώμα»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην υποδιαίρεση ενός ζωδιακού σημείου το οποίο είναι προσαρτημένο σε έναν πλανήτη.
επίρρ...
ὁρικῶς (Α)
1. σε σχέση με τη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. με ορικό τρόπο.
————————
(II)
ὀρικός καί ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή αυτός που αρμόζει σε μουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς «μουλάρι» + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁρικός — akin to definition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρικος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρικά — ὀρικός of neut nom/voc/acc pl ὀρικά̱ , ὀρικός of fem nom/voc/acc dual ὀρικά̱ , ὀρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρικά — ὁρικός akin to definition neut nom/voc/acc pl ὁρικά̱ , ὁρικός akin to definition fem nom/voc/acc dual ὁρικά̱ , ὁρικός akin to definition fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρικῶν — ὀρικός of fem gen pl ὀρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρικόν — ὀρικός of masc acc sg ὀρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρικῶν — ὁρικός akin to definition fem gen pl ὁρικός akin to definition masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρικόν — ὁρικός akin to definition masc acc sg ὁρικός akin to definition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρικοῖς — ὀρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρικοῦ — ὀρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”